FIFO.GR | Τσίκο & Ρίτα – Ένα ρομαντικό animation από τον βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη Φερνάντο Τρουέμπα (“Belle Epoque”) και τον Χαβιέ Μαρισκάλ, με τη μουσική και τα τραγούδια των Ντίζι Γκιλέσπι, Κόουλ Πόρτερ, Θελόνιους Μονκ και Μπέμπο Βαλντέζ
6826
post-template-default,single,single-post,postid-6826,single-format-standard,ajax_fade,page_not_loaded,,qode-title-hidden,qode_grid_1300,hide_top_bar_on_mobile_header,qode-content-sidebar-responsive,qode-theme-ver-10.1.1
Τσίκο και Ρίτα ένα ρομαντικό animation

Τσίκο & Ρίτα – Ένα ρομαντικό animation από τον βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη Φερνάντο Τρουέμπα (“Belle Epoque”) και τον Χαβιέ Μαρισκάλ, με τη μουσική και τα τραγούδια των Ντίζι Γκιλέσπι, Κόουλ Πόρτερ, Θελόνιους Μονκ και Μπέμπο Βαλντέζ

Ο Τσίκο είναι ένας νεαρός πιανίστας με μεγάλα όνειρα. Η Ρίτα είναι μια όμορφη τραγουδίστρια, που διαθέτει εκπληκτική φωνή. Η μουσική και ο ρομαντισμός τους φέρνουν κοντά τον έναν στον άλλο, όμως η κοινή τους πορεία- όπως συμβαίνει και με τη λάτιν μπαλάντα, το μπολερό- δεν παύει να έχει και στιγμές λύπης και ταλαιπωρίας.

Δείτε το trailer της ταινίας

Οι Σκηνοθέτες

Ο Φερνάντο Τρουέμπα είναι ένας πολυβραβευμένος σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός, με μια καριέρα που μετρά πάνω από 30 χρόνια, σε τηλεόραση, κινηματογράφο, ντοκιμαντέρ, θέατρο και μουσική. Το φιλμ του “Belle Epoque” με την Πενέλοπε Κρουζ απέσπασε βραβεία Όσκαρ και BAFTA καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Το 1995 “φλέρταρε” για λίγο με το Χόλιγουντ σκηνοθετώντας τη ρομαντική κωμωδία “Two Much”, με τους Αντόνιο Μπαντέρας, Μέλανι Γκρίφιθ και Ντάριλ Χάνα, επέστρεψε όμως αμέσως στην Ισπανία, με ταινίες όπως “La Niña de tus Ojos”, και πάλι με την Πενέλοπε Κρουζ, ταινία που απέσπασε 7 βραβεία Goya.
Το λάτιν τζαζ ντοκιμαντέρ του “Calle 54” ήταν η αρχή της συνεργασίας και φιλίας του με τον Χαβιέ Μαρισκάλ. Στο φιλμ του “Blanco Y Negro” έφερε μαζί τον γεννημένο στην Κούβα μουσικό Μπέμπο Βαλντές και τον Ισπανό σταρ του φλαμένκο Ντιέγκο “El Cigala”. Η τελευταία ταινία του Τρουέμπα, “El Baile de la Victoria”, ήταν η ισπανική πρόταση για την κατηγορία καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στα Όσκαρ το 2010 και απέσπασε 10 υποψηφιότητες για βραβεία Goya.

Ο Χαβιέ Μαρισκάλ είναι designer, δουλεύει σε διάφορα καλλιτεχνικά πεδία, όπως γραφιστική, βιβλία κόμικ, πίνακες, κινούμενο σχέδιο, web design. Το 1979 δημιούργησε το λογότυπο Bar Cel Ona για την πόλη της Βαρκελώνης. Η δημοτικότητά του αυξήθηκε όταν ο Cobi, το σκίτσο που είχε σχεδιάσει, επιλέχθηκε ως η επίσημη μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης το 1992. Ο Μαρισκάλ άνοιξε το 1989 το Estudio Mariscal. Μια έκθεσή του με τίτλο “Mariscal A La Pedrera” παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του ’10 στην Πεδρέρα της Βαρκελώνης, ένα από τα πιο διάσημα κτίρια του Γκαουντί.

Ύστερα από μια πορεία ως σκηνοθέτης διαφημιστικών και μουσικών βίντεο, ο Τόνο Εράντο ακολούθησε τα αδέρφια του το 1998 στο Estudio Mariscal, για να σκηνοθετήσει τη σειρά κινουμένων σχεδίων “Twipsy”. Από τότε, είναι υπεύθυνος για το οπτικοακουστικό κομμάτι των στούντιο Mariscal, δημιουργώντας διάφορα projects.

Η Παραγωγή

Οι τρεις καμπαλέρος: Φερνάντο Τρουέμπα, Χαβιέ Μαρισκάλ, Τόνο Εράντο

Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Φερνάντο Τρουέμπα γνώρισε τον καταξιωμένο designer και καλλιτέχνη Χαβιέ Μαρισκάλ πριν από 10 χρόνια, όταν του ζήτησε να του σχεδιάσει ένα πόστερ για το ντοκιμαντέρ του “Calle 54”. Έτσι ξεκίνησε μια καρποφόρα συνεργασία, όπου ο Μαρισκάλ σχεδίασε όλες τις μακέτες της εταιρείας Calle 54 Records του Τρουέμπα, έκανε animated promos, και μαζί άνοιξαν ένα εστιατόριο με τζαζ μουσική στη Μαδρίτη. Όπως λέει ο Μαρισκάλ, “ήταν σαν να βρήκα έναν καινούργιο αδερφό. Τόσο γρήγορα έγινε πολύ στενός μου φίλος.”

Η ιδέα για μια ταινία κινουμένων σχεδίων προήλθε από ένα από αυτά τα animated promos, με τίτλο “La Negra Tomasa” του Κουβανού μουσικού Κομπάι Σεγούντο. “Ο Φερνάντο το είδε και είπε “Είναι φανταστικό! Μου αρέσει το πώς απεικονίζει την Αβάνα”.”

Ο μικρότερος αδερφός του Μαρισκάλ, Τόνο Εράντο, είναι ένα από 4 αδέρφια που εργάζονται στο Studio Mariscal της Βαρκελώνης. Με μια προϋπηρεσία στη μουσική, τις ταινίες και τα animation, ηγείται του οπτικοακουστικού κομματιού της πολύπλευρης αυτής εταιρείας, και ήταν η πιο λογική επιλογή του ατόμου που θα συνεργαζόταν με τους Τρουέμπα και Μαρισκάλ. Όπως δηλώνει ο Εράντο, “ο Τρουέμπα δεν είχε καμιά εμπειρία σχετικά με το animation. Ο Μαρισκάλ από την άλλη δεν είχε κάνει ποτέ ταινία. Πώς λοιπόν θα μπορούσαμε να δουλέψουμε ώστε να συνδυάσουμε τα ταλέντα και των 3 μας;”

Η δημιουργική σπίθα

Από την αρχή, και οι 3 άνδρες ήταν ενθουσιασμένοι με την ιδέα να γυρίσουν μια ταινία, με θέμα τη μουσική σκηνή της Αβάνας των δεκαετιών ’40 και ’50. “Αυτή η εποχή είναι ωραία σε θέματα ντιζάιν και αρχιτεκτονικής, επομένως οπτικά ανήκει πάρα πολύ στον κόσμο του Μαρισκάλ”, τονίζει ο Εράντο. “Και στην μουσική είναι μια στιγμή φανταστική: η στιγμή που οι Κουβανοί μουσικοί πηγαίνουν στη Νέα Υόρκη και συνεργάζονται με τους Αγγλοσάξωνες μουσικούς της τζαζ. Αυτή η συγχώνευση άλλαξε τη μουσική εκείνη την περίοδο.”

Παρά τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του και τον έντονο ενθουσιασμό του για την κουβανέζικη μουσική της εποχής εκείνης, ο Τρουέμπα ήταν εκείνος που επέμενε ότι αυτή θα ήταν το φόντο της ταινίας, και όχι τόσο η ιστορία αυτή καθαυτή. Ισχυρίζεται ο Μαρισκάλ: “Είπα ότι μπορεί να είναι πολύ ωραία η ιστορία των μουσικών. Μου απάντησε πως αυτή θα ήταν το background και ότι πρέπει να εστιάσουμε το σενάριο στο love story. Μια κλασική ιστορία: ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Αυτός πιανίστας, αυτή τραγουδίστρια. Όπως το μπολερό (λάτιν μπαλάντα). Τα μπολερό για τους Λατίνους είναι τραγούδια που περιγράφουν απίστευτες ιστορίες αγάπης.”

Ο Τρουέμπα συνεχίζει λέγοντας: “Για μένα, το “Τσίκο & Ρίτα” είναι ένα τραγούδι ρομαντικό, ένα μπολερό. Είναι η ιστορία δύο νέων ανθρώπων στην Κούβα στα τέλη του ’40, και πώς η ζωή τους φέρνει κοντά και τους χωρίζει, όπως σε ένα τραγούδι. Είναι ένα φιλμ γεμάτο μουσική, αγάπη, αισθησιασμό και χρώμα.”

Γυρίσματα στην Αβάνα

Παρά το γεγονός ότι είναι κινούμενο σχέδιο, οι σκηνοθέτες του φιλμ πέρασαν 4 εβδομάδες στα τέλη του 2007, κάνοντας γυρίσματα στην Αβάνα. Αυτό αποδείχθηκε ανεκτίμητο, για δύο λόγους, σύμφωνα με τον Τρουέμπα: “Μπορείς να δώσεις οπτικές πληροφορίες για τις κινήσεις των ηρώων στους σχεδιαστές του κινούμενου σχεδίου, κι επίσης να κάνεις πιο οργανικές κινήσεις της κάμερας, πιο ανθρώπινες.” Όμως ήταν ο πρώτος που παραδέχθηκε ότι αρχικά ήταν αντίθετος με κάτι τέτοιο. “Σκεφτόμουν “Ω, Θεέ μου, κάνω για μια φορά animation, δεν θέλω να δουλέψω με ηθοποιούς”. Ο Εράντο ήταν αυτός που με έπεισε να το κάνω και είχε απόλυτο δίκιο.”

“Την τέταρτη μέρα”, προσθέτει ο Εράντο, “κατά τα μεσάνυχτα, ο Φερνάντο με αγκάλιασε και μου είπε “τώρα καταλαβαίνω γιατί το κάνουμε όλο αυτό. Μεταφέρουμε την ψυχή του σεναρίου στην ταινία”.”

Δημιουργώντας τον κόσμο του Τσίκο και της Ρίτα

Προτού ξεκινήσει να σχεδιάζει τις αμέτρητες εσωτερικές και εξωτερικές τοποθεσίες της Κούβας, ο Μαρισκάλ ολοκλήρωσε ένα ταξίδι έρευνας. Παρόλο που ο οικονομικός μαρασμός του καθεστώτος του Κάστρο έχει αποτελέσει εμπόδιο στην ανάπτυξη της Αβάνας τα τελευταία 50 χρόνια, πολλά από τα κτίρια της εποχής εκείνης έχουν υποστεί φθορά. Οι κινηματογραφιστές στάθηκαν πολύ τυχεροί, όταν ανακάλυψαν ότι η κυβέρνηση της πόλης εκείνης της εποχής είχε συγκεντρώσει ένα αρχείο φωτογραφιών για να βοηθήσει στις οδικές επισκευές. Όπως εξηγεί ο Εράντο, “είχαν φωτογραφίες από κάθε δρομάκι της Αβάνας του 1949.”
Η ομάδα βρήκε επίσης φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί από αεροπλάνα που μετέφεραν Αμερικανούς. Ο Μαρισκάλ εξηγεί: “Κάθε μέρα έφταναν αεροπλάνα από τη Νέα Υόρκη, την Ουάσινγκτον και ειδικά το Μαϊάμι, και Κουβανοί μουσικοί διασκέδαζαν τους επιβάτες στις πτήσεις. Βρήκαμε φανταστικές εικόνες, μουσικούς να παίζουν, Αμερικανούς μεθυσμένους να καπνίζουν.” Γύρισε πίσω στη Βαρκελώνη με μεγάλη έμπνευση. “Οι εικόνες που βρήκαμε μας έδωσαν αρκετές πληροφορίες για τους Κουβανούς της εποχής, τα ρούχα, τα πρόσωπά τους, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα, τα μπαρ, τον τρόπο που ζούσαν, την απίστευτη ζωή αυτής της πόλης.”

Αβάνα – Νέα Υόρκη

Η ατμόσφαιρα και το ύφος της ταινίας αλλάζουν όταν η δράση μεταφέρεται στη Νέα Υόρκη, με την Ρίτα και στη συνέχεια τον Τσίκο να φεύγουν για να ακολουθήσουν τα όνειρά τους. Ο Εράντο λέει χαρακτηριστικά: “Η Αβάνα και η Νέα Υόρκη είναι 2 χαρακτήρες στην ταινία. Αυτές οι δύο πόλεις ήταν πολύ συνδεδεμένες. Η Αβάνα ήταν το καμπαρέ της Νέας Υόρκης. Η νεοϋορκέζικη μαφία στην Αβάνα ήταν έντονα αισθητή. Η Νέα Υόρκη είναι πολύ “κατακόρυφη” πόλη, ενώ η Αβάνα είναι “οριζόντια”, πολύ ηλιόλουστη και ζεστή και πλούσια χρωματικά. Η Νέα Υόρκη είναι σχεδόν μονοχρωματική. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ταινίας.”

Ο ρόλος του animation

Μια καθοριστική δημιουργική απόφαση για τους συντελεστές της ταινίας ήταν το στιλ του animation. Όπως λέει ο Εράντο, “έπρεπε να αποφασίσουμε τι ποιότητα κίνησης θέλαμε στην ταινία. Η ζωντανή δράση είναι πολύ ακριβής. Το animation πρέπει να εφεύρει μια άλλη πραγματικότητα. Κινείς έναν χαρακτήρα χρησιμοποιώντας άλλους τρόπους, είναι διαφορετική η κίνηση. Ξοδέψαμε σχεδόν 6 μήνες για να ανακαλύψουμε τη σωστή ισορροπία.”

Μια ακόμη πρόκληση ήταν να υπάρξει η κατάλληλη ομάδα animators. Προσθέτει ο Εράντο: “Σε μια ταινία χρειάζεσαι σπουδαίο κάστινγκ, ενώ στο κινούμενο σχέδιο οι ηθοποιοί είναι οι ίδιοι οι animators. Επιλέξαμε κάποιους από τους καλύτερους, που διέθεταν μεγάλη εμπειρία. Έπρεπε όμως να τους πούμε “ξεχάστε ο,τιδήποτε έχετε κάνει. Εδώ δεν θα χρησιμοποιήσετε τα συνηθισμένα εργαλεία. Ξεκινήστε να σχεδιάζετε με διαφορετικό τρόπο.” Κάποιοι από αυτούς αντέδρασαν πολύ καλά και το βρήκαν συναρπαστικό, ενώ κάποιοι άλλοι δεν μπορούσαν να το κάνουν, απογοητεύτηκαν.”

Η μουσική της ταινίας

Όλοι οι σκηνοθέτες ήταν ενθουσιασμένοι από την ευκαιρία να απαθανατίσουν μια καθοριστική στιγμή της εξέλιξης της τζαζ μουσικής. Όπως τονίζει ο Εράντο, “ήταν η στιγμή που εμφανίστηκαν νέοι μουσικοί, όπως ο Τσάρλι Πάρκερ και ο Ντίζι Γκιλέσπι, με ένα νέο είδος μουσικής, που δεν ήταν για χορό, γεμάτο νότες, με πολύ γρήγορο παίξιμο, η μουσική που τώρα αποκαλούμε τζαζ. Έπειτα έφθασαν οι Κουβανοί μουσικοί. Ο Γκιλέσπι έχει πει πολλές φορές σε συνεντεύξεις ότι υπήρχε μια στιγμή πολύ σημαντική γι’ αυτόν, όταν πρωτοέπαιξε με τον Τσάνο Πότζο. Ο Πότζο ήταν ο πρώτος οργανοπαίκτης κρουστών που έπαιξε σε μια τζαζ μπάντα. Έφερε όλους αυτούς τους λάτιν και αφρικάνικους ρυθμούς, που ήταν πολύ καινούργιοι για τους μουσικούς εκείνους.”

Ο Τρουέμπα προσθέτει: “Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός στην κουβανέζικη ιστορία και στην αμερικάνικη τζαζ για να ευχαριστηθείς την ταινία. Όμως αν γνωρίζεις εκείνη την περίοδο, τότε θα έχεις κάποια έξτρα οφέλη.”

Πηγή: http://www.odeon.gr

No Comments

Post A Comment