FIFO.GR | Carlos η ιστορία του Ίλιτς Ραμίρεζ
6846
post-template-default,single,single-post,postid-6846,single-format-standard,ajax_fade,page_not_loaded,,qode-title-hidden,qode_grid_1300,hide_top_bar_on_mobile_header,qode-content-sidebar-responsive,qode-theme-ver-10.1.1
Carlos

Carlos η ιστορία του Ίλιτς Ραμίρεζ

Η ταινία CARLOS διηγείται την ιστορία του Ίλιτς Ραμίρεζ Σάντσες, του ανθρώπου που επί δύο δεκαετίες υπήρξε ένας από τους πιο διαβόητους καταζητούμενους τρομοκράτες του πλανήτη. Μεταξύ 1974, μετά την απόπειρα δολοφονίας ενός Βρετανού επιχειρηματία στο Λονδίνο, και 1994, οπότε και συνελήφθη στο Χαρτούμ, ο Κάρλος έζησε πολλές ζωές, με πολλά ψευδώνυμα, καταφέρνοντας να ελιχθεί στον περίπλοκο πολιτικό ιστό της εποχής του.

Δείτε το trailer

Ποιος όμως, ήταν ο Κάρλος; Πώς κατάφερε να συνδυάσει τις πολλαπλές ταυτότητές του; Ποιος ήταν πριν αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι σε αυτό τον αέναο αγώνα; Αυτά είναι τα ερωτήματα που αποτέλεσαν τους δομικούς λίθους της ιστορίας.

Όντας ένας πραγματικός μύθος, ο Κάρλος αποτέλεσε την κεντρική φυσιογνωμία της διεθνούς τρομοκρατίας τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, από τον προ-Παλαιστινιακό ακτιβισμό μέχρι τον Ιαπωνικό Κόκκινο Στρατό. Υπήρξε ταυτόχρονα οπαδός της ακροαριστεράς και οπορτουνιστής μισθοφόρος των πανίσχυρων μυστικών υπηρεσιών της Μέσης Ανατολής. Σχημάτισε τη δική του οργάνωση, με βάση πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα και υπήρξε ιδιαίτερα ενεργός κατά τα τελευταία έτη του Ψυχρού Πολέμου.

Η ταινία διηγείται την ιστορία ενός επαναστάτη διεθνιστή, που χειραγώγησε και χειραγωγήθηκε, που παρασύρθηκε από τα ρεύματα της σύγχρονης ιστορίας και της προσωπικής του μανίας.  Μαζί του θα ταξιδέψουμε μέχρι το τέλος του δρόμου του, στο Σουδάν, όπου η ισλαμική δικτατορία που παλαιότερα του είχε προσφέρει την προστασία της, θα τον παραδώσει στις Γαλλικές αρχές.

Ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις, εξίσου βίαιος με τις εποχές που εκπροσωπεί και ένα πραγματικό αίνιγμα. Αυτό ακριβώς το αίνιγμα θα προσπαθήσουμε να εξιχνιάσουμε… ή τουλάχιστον ένα κομμάτι του.
Η ταινία βασίζεται σε ιστορικά και δημοσιογραφικά ντοκουμέντα. Παρόλα αυτά, στη ζωή του Κάρλος υπάρχουν πολλές «σκοτεινές» περίοδοι, για τις οποίες έχουν γίνει πάρα πολλές εικασίες. Η ταινία συνεπώς, είναι μια δραματοποιημένη ιχνηλασία δύο δεκαετιών της ζωής ενός από τους πιο διαβόητους διεθνείς τρομοκράτες της σύγχρονης εποχής.

Στα ίχνη του Κάρλος

Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι θα μου δινόταν η ευκαιρία να κάνω μια ταινία για την οποία είχα τόσο ολοκληρωμένη εικόνα τόσο νωρίς. Παρά την αμέριστη υποστήριξη και εμπιστοσύνη που είχα εξαρχής από τους παραγωγούς μου, πίστευα ότι – όπως συμβαίνει πολύ συχνά – θα «έκοβαν τα φτερά» του Κάρλος που ήθελα να δημιουργήσω και ότι στο τέλος η ταινία δεν θα γυριζόταν επειδή ακριβώς δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε κάποια βασικά θέματα, που κατ’ εμέ ήταν αδιαπραγμάτευτα. Μεταξύ αυτών ήταν και η διάρκεια της ταινίας – η οποία αποτελούσε πολύ κρίσιμο παράγοντα για τη σωστή αναπαράσταση της πολυπλοκότητας της εποχής και των όσων διαδραματίζονταν τότε. Ένα ακόμα πολύ σημαντικό θέμα ήταν ότι ήθελα οι πρωταγωνιστές να μιλούν στη μητρική τους γλώσσα για να προσδώσω αυτή την ιδιάζουσα αίσθηση της διεθνούς τρομοκρατίας εκείνης της εποχής. Δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω διάσημους ηθοποιούς. Θα μπορούσε ένας Γάλλος να ενσαρκώσει τον Κάρλος; Θα ήταν παράλογο! Επίσης, επέμενα να έχουμε ένα διεθνές καστ – ήταν πολύ σημαντικό τους Νοτιο-Αφρικανούς να τους ενσαρκώσουν Νοτιο-Αφρικανοί, τους Λιβανέζους, Λιβανέζοι, τους Γερμανούς, Γερμανοί και τους Σύριους, Σύριοι, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να αναζητήσουμε ηθοποιούς σε Παρίσι, Βερολίνο, Βηρυτό, Μαδρίτη, Δαμασκό, Αμμάν και Χαρτούμ ταυτόχρονα.

Επίσης ήθελα να γυρίσουμε τη μίνι τηλεοπτική σειρά και την κινηματογραφική ταινία ταυτόχρονα, με το συνεργείο που χρησιμοποιώ πάντα. Το εντυπωσιακό είναι ότι ξεπερνούσαμε το ένα εμπόδιο μετά το άλλο και τη μία αντιξοότητα μετά την άλλη – τελικά η πίστη που είχα στην ταινία ήταν μεταδοτική.

Την τελική βερσιόν του σεναρίου την έγραψα σχετικά γρήγορα – σχεδόν πυρετωδώς – δίνοντάς την ανά τακτά χρονικά διαστήματα στον Νταν Φρανκ για διορθώσεις και σχόλια. Έγραφα σε αεροπλάνα, τρένα, δωμάτια ξενοδοχείων – κάτι που δεν έχω ξανακάνει ποτέ. Μετά, συνέχιζα την έρευνά μου, ζητούσα από τον Στίβεν Σμιθ να μου «φωτίσει» διάφορα σημεία και μετά συνέχιζα το γράψιμο.

Η σχεδόν τελική βερσιόν ήταν έτοιμη από πολύ νωρίς, Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέχρι το τέλος ήταν πολύ λίγες και έγιναν κυρίως για να ενημερωθεί η ιστορία σύμφωνα με τις νέες πληροφορίες που συλλέγαμε καθ’όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων. Μάλιστα, πολλές φορές κάναμε αλλαγές σε σκηνές και την παραμονή του γυρίσματος.

Μια από τις βασικές ερωτήσεις από την αρχή ήταν η εναλλαγή μεταξύ αλήθειας και φαντασίας: χρησιμοποιείς κινηματογραφικά μέσα και συναίσθημα για να διαχειριστείς πραγματικά γεγονότα, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσεις την ελευθερία της δημιουργίας. Προσπαθήσαμε να αντιμετωπίσουμε τη συγκεκριμένη πρόκληση όσο καλύτερα μπορούσαμε, βήμα-βήμα. Τα γεγονότα και οι μηχανισμοί της «καριέρας» του Κάρλος είναι όσο πιο ακριβή μπορούσαν να είναι, μιας και η έρευνά μας ήταν μακροσκελής, εξονυχιστική και διασταυρωμένη.

Και πάλι όμως, για λόγους δραματικής οικονομίας υπήρξαν κάποιοι περιορισμοί και απλουστεύσεις προκειμένου να αποδοθεί σωστά μια τόσο περίπλοκη και σκιώδης ιστορία που λαμβάνει χώρα μέσα σε δύο δεκαετίες.

Η εικόνα που θα διαμορφωθεί από την ταινία θα είναι όσο πιο αληθοφανής γίνεται καθώς βασίζεται σε γεγονότα και όχι σε δημοσιογραφικές φαντασίες. Η αλήθεια όμως, είναι ότι θα ήθελα ο τίτλος να είναι «CARLOS, A NOVEL» γιατί παρόλο που η ταινία είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα, η διήγηση, οι επιλογές, ο ρυθμός και η διερευνητική προσέγγισή της καθώς και οι πιο προσωπικές όψεις του χαρακτήρα του Κάρλος είναι αποκυήματα της φαντασίας και του αινίγματος που τον περιβάλλει.

Ο Κάρλος είναι ένας σύγχρονος μύθος, ορατός κι όμως αόρατος, κατανοητός και όμως ακατανόητος, γνωστός και ταυτόχρονα άγνωστος. Από τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της μια αλήθεια,  μια άλλη κρυφή αλήθεια ερχόταν να την αντικρούσει.

Η απήχηση του Κάρλος θα μπορούσε αναπόφευκτα να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλές ακόμα ιστορίες πολύ διαφορετικές από τη δική μας. Ας πούμε ότι ο συγκεκριμένος ΚΑΡΛΟΣ δεν είναι τίποτα περισσότερο από την υποκειμενική μου ερμηνεία αυτού του μύθου, που όμως δεν αποκλείει καμία άλλη μελλοντική ανάγνωση.

Ο Κάρλος που είδα εγώ ήταν μια στρατευμένη πολιτικά προσωπικότητα – όπως πολλοί της γενιάς του – παθιασμένη από τους αγώνες που γίνονταν για την ελευθερία σε όλο τον κόσμο.

Εκείνη την εποχή, ο πόλεμος ήταν πραγματικός – στη Χιλή, στο Βιετνάμ, στη Μέση Ανατολή ακόμα και στην Ευρώπη – μεταξύ των δύο βασικών στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου.

Ο Κάρλος όμως, πολύ σύντομα μεταμορφώθηκε από στρατευμένο σε κυνικό μισθοφόρο, ευημερώντας μέσα σε μια εποχή στην οποία οι πράξεις του μπορούσαν να ενδυθούν τον πολιτικό μανδύα που κάθε φορά τον εξυπηρετούσε, όσο συγκεχυμένες ή απαράδεκτες κι αν ήταν, ειδικά κατά τα «Χρόνια του Μολυβιού».
Είναι ένας άνθρωπος βίαιος, δολοφόνος, παθιασμένος με τα όπλα και την προσωπική του ανδρεία. Ταυτόχρονα όμως, είναι και ένας τυχοδιώκτης των καιρών του, που έφτασε στα όρια της ιστορίας – της ιστορίας της γενιάς του.

Εξετάζοντας κανείς τη γεμάτη ανατροπές και αντιξοότητες διαδρομή του, δεν μπορεί να αποφύγει μια περαιτέρω διερεύνηση του τι από αυτά είναι ανθρώπινο, ακόμα και στις πιο δύσκολες περιπτώσεις. Είναι ακριβώς αυτή η αλήθεια που εξηγεί τον χαρακτήρα και τις πράξεις του. Και αυτή η σκοπιά εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο αυτός πήρε σάρκα και οστά στη φαντασία της Ευρωπαϊκής Αριστεράς – της γενιάς του Μάη του ’68, που πίστευε ότι η επανάσταση ήταν προ των πυλών και δεν θα ήταν παρά ένας βίαιος αγώνας.

Ο Κάρλος σε εκείνο τον πόλεμο ήταν στρατιώτης και πρέπει να θέσουμε τις πράξεις του στο σωστό πλαίσιο.
Όταν ο Ντανιέλ Λεκόντ επικοινώνησε μαζί μου και μου ζήτησε να διαβάσω κάποιες σελίδες που είχε γράψει για τη σύλληψη του Κάρλος στο Σουδάν και το ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε ο Στρατηγός Ροντό, αμέσως ένιωσα ότι κρατούσα τον σπόρο ενός συναρπαστικού και πρωτότυπου κινηματογραφικού θέματος, πράγμα που αμέσως μοιράστηκα μαζί του: η ιστορία του Κάρλος, η ιστορία της σύγχρονης τρομοκρατίας, ιδωμένη εκ των έσω. Αυτή την ιστορία πρότεινα εγώ. Μια ιστορία που θα βασιζόταν σε ιστορικά δεδομένα, τα οποία ανέλαβε να βρει ο Στίβεν Σμιθ και τα οποία, στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο, περιείχαν αρκετά σκιώδη, αμφίσημα και αντιφατικά σημεία που ήμουν όμως, αποφασισμένος να διαλευκάνω σε συνεχή συνεργασία με τον Στίβεν. Και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο.

Στην τελική μορφή της ιστορίας, την οποία μετέστρεψα σε σενάριο, κατέληξα μετά από συζητήσεις με τον Νταν Φρανκ, το δεξί μου χέρι από τα πρώτα στάδια της παραγωγής. Συγκεντρώναμε πληροφορίες, τις διασταυρώναμε συστηματικά και έτσι κάθε κομμάτι του παζλ έβρισκε με κάποιο τρόπο την προφανή, οργανική του θα λέγαμε θέση.

Θέλω να αποδώσω τα εύσημα στον Φαμπρίς ντε λα Πατελιέρ που μας  εμψύχωσε – εμένα, τον Ντανιέλ Λεκόντ και τον Ραφαέλ Κοέν – όταν αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε πόσο ασυνήθιστο, μεγαλόπνοο και… απίθανο ήταν το συγκεκριμένο εγχείρημα. Όταν του είπαμε ότι μια ταινία δεν θα ήταν αρκετή και ότι θα έπρεπε να γυρίσουμε και δεύτερη και εν συνεχεία όταν επανήλθαμε και του είπαμε ότι θα έπρεπε να γυριστεί και τρίτη ταινία για να καλυφθεί επαρκώς το θέμα, εκείνος εξακολούθησε να πιστεύει σε εμάς. Πίστευε τόσο πολύ στην ταινία που ό,τι κι αν γινόταν, όσα κύματα κι αν έπρεπε να περάσουμε κι όσες αντιξοότητες να αντιμετωπίσουμε – και πιστέψτε με ήταν πολλές! – άξιζε να μην το βάλουμε κάτω.

Πρέπει να οριοθετήσουμε τις γεωπολιτικές εντάσεις μιας εποχής που δεν διαφέρει και πολύ από τους καιρούς μας, κατά την οποία η διαχωριστική γραμμή μεταξύ διπλωματίας και κοινού δικαίου ήταν εξαιρετικά λεπτή.

Ξεκίνησα τη συγγραφή του σεναρίου το 2007, με μια μικρή διακοπή για τα γυρίσματα της ταινίας SUMMER HOURS. Ως εκ τούτου, το σενάριο ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2008.

Αυτό σήμαινε ότι μπορούσαμε να ξεκινήσουμε τη φάση της προετοιμασίας το φθινόπωρο. Η διαδικασία αυτή ήταν δύσκολη και χαοτική – ένα ναρκοπέδιο γεμάτο οικονομικούς περιορισμούς, αποχωρήσεις συνεργατών, σπαζοκεφαλιές κυρίως γεωγραφικής φύσης – δεδομένου ότι το πρόγραμμά μας περιλάμβανε δέκα περίπου διαφορετικές χώρες και περισσότερους από 120 ηθοποιούς που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Κανείς μας δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ κάτι τόσο περίπλοκο. Τα πράγματα τελικά, μπήκαν στη θέση τους όταν εγκαινιάστηκε η συνεργασία με τους Γερμανούς. Βέβαια, ακόμα και τότε υπήρξαν σκαμπανεβάσματα.

Μια μέρα θυμάμαι, υποτίθεται ότι θα γυρίζαμε σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Πήγαμε λοιπόν, στήσαμε για το γύρισμα και την επομένη το πρωί ανακαλύψαμε ότι έπρεπε να πάμε σε άλλη τοποθεσία. Έτσι φύγαμε και ξεκινήσαμε πάλι από το μηδέν. Έχοντας ξεκινήσει από το Παρίσι, τελικά καταλήξαμε στη Δυτική Γερμανία, κάπου μεταξύ Λειψίας και Νάουμπουργκ – περίεργες περιοχές μιας και έχουν εκκενωθεί από τον ενεργό πληθυσμό τους.

Στο Χάλλε συγκεκριμένα, τα γυρίσματα έγιναν στο πρώην αρχηγείο της αστυνομίας, όπου τα εν αχρηστία κελιά της Stasi είχαν χρησιμοποιηθεί και από τους Ναζί.

Στην ίδια πόλη, χρησιμοποιήσαμε έναν εκθεσιακό χώρο για να αναπαραστήσουμε τα γραφεία του ΟΠΕΚ. Αυτό σήμαινε ότι οι ηθοποιοί και οι κομπάρσοι που έπρεπε να έρθουν από όλο τον κόσμο για να αναπαραστήσουν τους εκπροσώπους στο Υπουργικό συμβούλιο, χρειάστηκε να κάνουν πολύ μεγάλο ταξίδι. Μετά από μια επίπονη και ατελέσφορη αναζήτηση κατάλληλων τοποθεσιών για γυρίσματα στο Μαρόκο, καταλήξαμε στο Λίβανο για αρκετές από τις σκηνές που διαδραματίζονται στη Μέση Ανατολή. Αναγκαστήκαμε να αναπαραστήσουμε ολόκληρες πόλεις – τη Βηρυτό, τη Δαμασκό, την Τρίπολη, τη Βαγδάτη – αλλά και εσωτερικούς χώρους για τις σκηνές που διαδραματίζονται στο Άντεν και το Χαρτούμ. Το πλεονέκτημα που προσέφερε ο Λίβανος σε σχέση με το Μαρόκο ήταν ότι γεωγραφικά τοποθετείται στην περιοχή που δρούσε ο Κάρλος, συνεπώς είχαμε ευκολότερη πρόσβαση σε Λιβανέζους, Σύριους, Ιορδανούς, Ιρακινούς, Σουδανούς, Λιβύους, Αλγερινούς ηθοποιούς. Υπήρχε όμως και ένα σημαντικό μειονέκτημα: η έλλειψη υποδομών. Στο Λίβανο γυρίζονται λίγες ταινίες και όσες γυρίζονται σίγουρα δεν είναι ταινίες εποχής, διεθνών προδιαγραφών. Ως εκ τούτου ήμασταν υποχρεωμένοι να εφευρίσκουμε τα πάντα. Οφείλω να ομολογήσω ότι τα καταφέραμε χάρη στην πολύτιμη βοήθεια των Λιβανέζων συνεργατών μας, οι οποίοι παρόλο που κατακλύζονταν από τον όγκο δουλειάς δοκιμάζοντας τα όρια της αντοχής τους, δεν το έβαλαν κάτω ούτε στιγμή. Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω τον αερολιμένα της Βηρυτού, που μας παραχώρησε τους αεροδιαδρόμους του για τα γυρίσματα καθώς και το τελευταίο εν ενεργεία DC-9s – ο συγκεκριμένος τύπος αεροσκάφους είχε χρησιμοποιηθεί στο περιστατικό ομηρείας των εκπροσώπων του ΟΠΕΚ στη Βιέννη. Δεδομένου ότι το συγκεκριμένο αεροσκάφος εκτελεί μέχρι σήμερα το επικίνδυνο δρομολόγιο μεταξύ Κιέβου και Βηρυτού, οι ιθύνοντες είχαν την ευγενή καλοσύνη να μας το παραχωρήσουν για τα γυρίσματα. Αυτό ήταν υπέροχο και ταυτόχρονα ιδιαίτερα αγχωτικό. Υπέροχο γιατί αν δεν μας το είχαν παραχωρήσει, δεν θα είχαμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε τον συγκεκριμένο τύπο αεροσκάφους, αλλά  και αγχωτικό γιατί κάθε 48 ώρες το αεροσκάφος αναχωρούσε για τις προγραμματισμένες πτήσεις του «παγώνοντας» τα γυρίσματα για μία εβδομάδα και αφήνοντας τις σκηνές ημιτελείς. Και αυτό συνεχίστηκε για έναν μήνα.

Προς τα τέλη των γυρισμάτων, πιστέψαμε ότι θα μπορούσαμε να γυρίσουμε κάποιες σκηνές στην Υεμένη και το Σουδάν.

Μετά από τις αρχικές μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με την Πρεσβεία της Υεμένης και τις επίπονες διαβουλεύσεις που ακολούθησαν με τους κρατικούς αξιωματούχους, τελικά καταφέραμε αυτό που μόνο ο Παζολίνι είχε καταφέρει τη δεκαετία του ’70 με το ARABIAN NIGHTS: να μας χορηγηθεί άδεια γυρισμάτων στο Άντεν και στη Σαναά. Η τύχη μας όμως, δεν διήρκεσε για πολύ. Μία εβδομάδα πριν αναχωρήσουμε για την Υεμένη, μας ενημέρωσε το Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας και η Γαλλική Πρεσβεία ότι η άδεια ανακλήθηκε. Έτσι, μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα έπρεπε να βρούμε στο Λίβανο τις κατάλληλες τοποθεσίες για να κάνουμε τα γυρίσματα που θα γίνονταν στην Υεμένη. Αυτό ήταν πραγματικά, ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου.

Η κακή μας τύχη συνεχίστηκε όταν οι Σουδανοί αρνήθηκαν να προσφέρουν τη βοήθειά τους σε μια γαλλική κινηματογραφική παραγωγή, δεδομένου ότι σε βάρος του Προέδρου τους, Ομάρ Αλ-Μπασίρ, εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης για εγκλήματα πολέμου  στο Νταρφούρ από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Έτσι, αναγκαστήκαμε να «αναπαραστήσουμε» και την Αφρική στην Βηρυτό.

Τα προβλήματα δεν σταμάτησαν εκεί. Ένας από τους Σύριους ηθοποιούς μας, φοβήθηκε λόγω της πολιτικής φύσης της ταινίας και παραχώρησε μια συνέντευξη Τύπου στη Δαμασκό στην οποία ανακοίνωσε ότι παραιτείται της διεθνούς αναγνώρισης που θα του προσέφερε η συμμετοχή του στην ταινία CARLOS, προκειμένου να μην συνδεθεί με ένα αντι-Συριακό project. Η συγκεκριμένη ενέργεια έθεσε σε μεγάλο κίνδυνο τους υπόλοιπους ηθοποιούς του καστ που βρίσκονταν στη Δαμασκό.

Ένας άλλος Σουδανός ηθοποιός, τον οποίο γνωρίσαμε στη Συρία, επανέλαβε τις ίδιες θέσεις στο Χαρτούμ και κατά συνέπεια αποχώρησε. Όσοι δε, ηθοποιοί είχαν το σθένος να τιμήσουν τη δέσμευσή τους έναντι της ταινίας, μπήκαν σε μαύρη λίστα και τους απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα. Κάπως έτσι, την παραμονή των γυρισμάτων των σκηνών τους βρεθήκαμε χωρίς Σουδανούς ηθοποιούς. Ο Ερίκ Εμπουανέ (Χασάν Αλ-Τουράμπι), με τον οποίο είχαμε συμφωνήσει στο Παρίσι την προηγούμενη νύχτα, μόλις που πρόλαβε να μπει στο αεροπλάνο και να έρθει για το γύρισμα.

Για τους υπόλοιπους ρόλους, τελικά επιλέξαμε μεταξύ των κομπάρσων που είχαμε από τη Σουδανέζικη κοινότητα του Λιβάνου, πολλοί εκ των οποίων ήταν πολιτικοί πρόσφυγες. Ο ρόλος όμως, που μας δυσκόλεψε περισσότερο ήταν αυτός του γυναικολόγου. Την ημέρα που έπρεπε να ξεκινήσουν τα γυρίσματα των σκηνών του, εμείς δεν είχαμε καταφέρει ακόμα να βρούμε αντικαταστάτη. Τότε λοιπόν, η Λιβανέζα ενδυματολόγος μας, πρότεινε τον οδοντίατρό της. Δεδομένου ότι δεν είχαμε άλλη επιλογή δεχτήκαμε να τον δοκιμάσουμε και παρεμπιπτόντως ήταν εξαιρετικός.

Αργότερα, το 2009 καταφέραμε να γυρίσουμε κάποια πλάνα τοπίων στο Χαρτούμ και στο Άντεν, χωρίς ηθοποιούς, τα οποία και χρησιμοποιήσαμε στο μοντάζ ως φόντο.

Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν τέλη Ιανουαρίου στο Λονδίνο και ολοκληρώθηκαν υπό την ασφυκτική ζέστη του λιβανέζικου καλοκαιριού την παραμονή της Ημέρας της Βαστίλης, με μια διακοπή τριών εβδομάδων ώστε ο Έντγκαρ Ραμίρεζ να πάρει τα επιπλέον κιλά που απαιτούνταν για τις τελευταίες σκηνές.
Επίσης, τα γυρίσματα συνέπεσαν με τις εθνικές εκλογές στο Λίβανο, αλλά ευτυχώς δεν επικράτησε το χάος που φοβόμασταν.

Συνολικά χρειαστήκαμε 92 ημέρες: πολλές και ταυτόχρονα λίγες. Είναι σίγουρα περισσότερες απ’ όσες απαιτούνται για τα γυρίσματα μιας κανονικής ταινίας, αλλά εμείς γυρίσαμε ουσιαστικά τρεις, αφιερώνοντας τριάντα ημέρες στην κάθε μία. Αν λοιπόν λάβουμε υπόψη τις μετακινήσεις, τις σκηνές δράσεις και την πολυπλοκότητα που συνεπάγονται οι ιστορικές αναπαραστάσεις, καταλήγουμε ότι ο χρόνος που χρειαστήκαμε ήταν τελικά λίγος.

Όλες οι δυσκολίες που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε  ήταν εξ’ ορισμού αναμενόμενες δεδομένης της μοναδικότητας και της αυθεντικότητας της συγκεκριμένης ταινίας. Για να τις ξεπεράσουμε έπρεπε να εφευρίσκουμε πράγματα μέρα με τη μέρα, σκηνή με τη σκηνή, όπου κι αν βρεθήκαμε. Και αν τα καταφέραμε, το οφείλουμε σε όλους όσοι συμμετείχαν στην προσπάθεια αυτή, σε κάθε επίπεδο, ακόμα και σε αυτούς με τους μικρότερους ρόλους, γιατί όλοι τους έκαναν τα δικά τους θαύματα κάθε στιγμή, καθιστώντας τα αδύνατα δυνατά.

Ολιβιέ Ασαγιάς

 

Παίζουν

ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΜΙΡΕΖ (Ίλιτς Ραμίρεζ Σάντσες, «Κάρλος»)
ΑΧΜΑΝΤ ΚΑΜΠΟΥΡ (Βαντί Χαντάτ)
ΚΡΙΣΤΟΦ ΜΠΑΧ (Χανς-Γιοακίμ Κλάιν)
ΝΟΡΑ ΒΟΝ ΒΑΛΝΤΣΤΑΤΕΝ (Μαγκταλένα Κακίλια Κοπ)
ΤΖΟΥΛΙΑ ΧΟΥΜΕΡ (Γκάμπριελ Κρόχερ-Τίντεμαν, «Νάντα»)
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΣΙΡ (Γιοχάνες Βάινριχ)
ΡΟΝΤΝΕΪ ΕΛ ΧΑΝΤΑΝΤ (Ανίς Νακάσε, «Χαλίντ»)
ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΑΡΟΓΙΟ (Δρ. Βαλεντίν Χερνάντεζ)

Σκηνοθεσία ΟΛΙΒΙΕ ΑΣΑΓΙΑΣ
Σενάριο ΟΛΙΒΙΕ ΑΣΑΓΙΑΣ, ΝΤΑΝ ΦΡΑΝΚ
Βασισμένο σε μια ιδέα του ΝΤΑΝΙΕΛ ΛΕΚΟΝΤ
Ιστορικός Σύμβουλος ΣΤΙΒΕΝ ΣΜΙΘ
Παραγωγή ΝΤΑΝΙΕΛ ΛΕΚΟΝΤ
Εκτέλεση Παραγωγής ΡΑΦΑΕΛ ΚΟΕΝ
Φωτογραφία ΝΤΕΝΙΣ ΛΕΝΟΥΑΡ, ΓΙΟΡΙΚ ΛΕ ΣΟ
Μοντάζ ΛΟΥΚ ΜΠΑΡΝΙΕ, ΜΑΡΙΟΝ ΜΟΝΙΕ
Καλλιτεχνική Διεύθυνση ΦΡΑΝΣΟΥΑ-ΡΕΝΟ ΛΑΜΠΑΡΤ
Ενδυματολόγος ΓΙΟΥΡΓΚΕΝ ΝΤΕΡΙΝΓΚ
Διάρκεια 165’
Πρώτη Προβολή 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Διανομή VILLAGE

No Comments

Post A Comment